- ένσημο
- τοβλ. ένσημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένσημο — το μικρό κομμάτι χαρτί σαν γραμματόσημο, όπου είναι τυπωμένο επίσημο έμβλημα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα και ορισμένη τιμή, και το οποίο χρησιμεύει ως απόδειξη πληρωμής τελών, το επίσημα, το χαρτόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτόσημο — Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι. Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
ένσημος — η, ο (AM ἔνσημος, ον) [σήμα] μσν. νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμα («ένσημος χρυσός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ένσημο μικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως… … Dictionary of Greek
αγγελιόσημο — το το ποσοστιαίο τέλος που επιβάλλεται με ειδικό ένσημο στο τίμημα κάθε διαφήμισης ή δημοσιεύματος που καταχωρίζεται «επί πληρωμή» στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, καθώς και σε κάθε διαφήμιση που γίνεται από το ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο … Dictionary of Greek
βιβλιόσημο — το 1. κινητό επίσημα ιδιοκτησίας ενός βιβλίου, στην εσωτερική όψη του εξωφύλλου, έντυπο ή φωτογραφημένο 2. ένσημο στα σχολικά βιβλία για την είσπραξη φόρου υπέρ του Δημοσίου … Dictionary of Greek
δικηγορόσημο — το κινητό ένσημο το οποίο επικολλούσαν (1910 1930) στα δικαστικά έγγραφα … Dictionary of Greek
επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία … Dictionary of Greek
επισήμασμα — το [επισημαίνω] 1. το επίσημα 2. η σφραγίδα που μπαίνει στα γραμματόσημα ή χαρτόσημα για να δηλώσει την τροποποίηση τής αξίας τους ή να υπενθυμίσει και τιμήσει μια επέτειο ή ένα συμβάν ή για να γνωστοποιήσει τον σκοπό για τον οποίο θα διατεθούν… … Dictionary of Greek
ιατρόσημο — το ένσημο που επικολλάται σε ιατρικές συνταγές και εκθέσεις καθώς και σε πιστοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + σημο (< σήμα), πρβλ. έν σημο, χαρτό σημο] … Dictionary of Greek